доводить до конца: Difference between revisions
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
(2) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀπαρτίζω]], [[συναποτελέω]], [[ἐκτελέω]], [[ἐκτελείω]], [[τελεσιουργέω]], [[διεκπεραίνω]], [[ἀποτελειόω]], [[διαπεραίνω]], [[ἄνω]], [[τελειόω]], [[τελεόω]], [[ἐπεξεργάζομαι]], [[διατελέω]], [[διανύω]], [[διανύτω]], [[ἐπιτελέω]], [[συμπεραίνω]], [[προστεκταίνομαι]], [[ἐκτολυπεύω]] | |rueltext=[[ἀναπληρόω]], [[ἀπαρτίζω]], [[συναποτελέω]], [[ἐκτελέω]], [[ἐκτελείω]], [[τελεσιουργέω]], [[διεκπεραίνω]], [[ἀποτελειόω]], [[διαπεραίνω]], [[ἄνω]], [[τελειόω]], [[τελεόω]], [[ἐπεξεργάζομαι]], [[διατελέω]], [[διανύω]], [[διανύτω]], [[ἐπιτελέω]], [[συμπεραίνω]], [[προστεκταίνομαι]], [[ἐκτολυπεύω]], [[ἀπεργάζομαι]], [[περαίνω]], [[διαπράσσω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 15 October 2019
Russian > Greek
ἀναπληρόω, ἀπαρτίζω, συναποτελέω, ἐκτελέω, ἐκτελείω, τελεσιουργέω, διεκπεραίνω, ἀποτελειόω, διαπεραίνω, ἄνω, τελειόω, τελεόω, ἐπεξεργάζομαι, διατελέω, διανύω, διανύτω, ἐπιτελέω, συμπεραίνω, προστεκταίνομαι, ἐκτολυπεύω, ἀπεργάζομαι, περαίνω, διαπράσσω