ἀποτελειόω
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
English (LSJ)
or ἀποτελεόω, bring to maturity, Aristid. Or.43(1).13:—Pass., come to maturity, Arist.HA576b7.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -τελεόω Aristid.Or.43.13
I 1tr. hacer madurar ἅπαντα ταῦτα Aristid.l.c.
2 intr. en v. med. llegar a la madurez, desarrollarse totalmente de yeguas, Arist.HA 576b7.
II consagrar εἰς ἑνοειδῆ καὶ θείαν ... ζωήν Dion.Ar.EH M.3.372B.
German (Pape)
[Seite 330] vollenden, Sp., p. = ἀποτελέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτελειόω: φέρω τι εἰς τὴν ἀκμὴν αὐτοῦ, ἁδρύνω, πεπαίνω. - Παθ., ἁδρύνομαι, φθάνω εἰς ἀκμήν, φθάνω εἰς ἥβην, ἡβάσκω, ἀποτελειοῦται τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων ἔμπροσθεν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 22, 11. ΙΙ. μυσταγωγῶ, Διον. Ἀρεοπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτελειόω: досл. доводить до конца, pass. завершаться, перен. достигать зрелости (ἀποτελειοῦται τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων ἔμπροσθεν Arst.).