доводить до конца
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Russian > Greek
ἀναπληρόω, ἀπαρτίζω, συναποτελέω, ἐκτελέω, ἐκτελείω, τελεσιουργέω, διεκπεραίνω, ἀποτελειόω, διαπεραίνω, ἄνω, τελειόω, τελεόω, ἐπεξεργάζομαι, διατελέω, διανύω, διανύτω, ἐπιτελέω, συμπεραίνω, προστεκταίνομαι, ἐκτολυπεύω, ἀπεργάζομαι, περαίνω, διαπράσσω