ἐκτελείω

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

German (Pape)

[Seite 780] p. = ἐκτελέω, Il. 9, 493 Od. 4, 7.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐξετέλειον;
c. ἐκτελέω.

English (Autenrieth)

aor. ἐξετέλεσσα, pass. ipf. ἐξετελεῦντο, perf. ἐκτετέλεσται: bring to an end, finish, fulfil, consummate, achieve; ὅ μοι οὔ τι θεοὶ γόνον ἐξετέλειον | ἐξ ἐμοῦ, ‘granted me no offspring of my own,’ Il. 9.493.

Greek Monolingual

ἐκτελειῶ και ἐκτελεῶ (-όω) επιτατ. του τελειώ (Α)
κάνω κάτι τέλειο, τελειοποιώ.
ἐκτελείω (Α)
επικ. τύπ. του εκτελώ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτελείω: эп. = ἐκτελέω.