гонец: Difference between revisions
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[τρόχις]] | |rueltext=[[τρόχις]], [[ἐξάγγελος]], [[ἄγγελος]], [[δρομοκήρυξ]], [[ἀστάνδης]], [[πτεροφόρος]], [[ἐπιστολεύς]], [[βιβλιοφόρος]], [[βιβλιαφόρος]], [[γραμματοφόρος]], [[διάγγελος]], [[ἡμεροδρόμος]], [[πομπός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:20, 18 October 2019
Russian > Greek
τρόχις, ἐξάγγελος, ἄγγελος, δρομοκήρυξ, ἀστάνδης, πτεροφόρος, ἐπιστολεύς, βιβλιοφόρος, βιβλιαφόρος, γραμματοφόρος, διάγγελος, ἡμεροδρόμος, πομπός