ἐπιστολεύς

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστολεύς Medium diacritics: ἐπιστολεύς Low diacritics: επιστολεύς Capitals: ΕΠΙΣΤΟΛΕΥΣ
Transliteration A: epistoleús Transliteration B: epistoleus Transliteration C: epistoleys Beta Code: e)pistoleu/s

English (LSJ)

ἐπιστολέως, ὁ, (ἐπιστολή)
A secretary, τοῦ Αὐτοκράτορος IG14.1085; also in Persia, Suid. s.v. ἐπιστέλλει.
II. among the Spartans, admiral second in command, vice-admiral, X.HG2.1.7,4.8.11, Plu.Lys.7; he carries dispatches, X.HG1.1.23.

German (Pape)

[Seite 984] ὁ, 1) der Unteradmiral, zweiter Schiffsbefehlshaber bei den Lacedämoniern, Xen. Hell. 1, 1, 23. 2, 1, 7; Plut. Lys. 7; vgl. Poll. 1, 96. – 2) Sp. auch Briefschreiber, Briefträger.

French (Bailly abrégé)

ἐπιστολέως (ὁ) :
commandant en second d'une escadre, vice-amiral à Lacédémone.
Étymologie: ἐπιστέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστολεύς: έως ὁ
1 писец или гонец Xen.;
2 (у лакедемонян), помощник командующего флотом Xen., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστολεύς: ἐπιστολέως, ἡ, (ἐπιστολὴ) γραμματεύς, τοῦ Αὐτοκράτορος Συλλ. Ἐπιγρ. 5900, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. ἐπιστέλλω. ΙΙ. παρὰ τοῖς Σπαρτιάταις, ὑποναύαρχος, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 7., 4. 8, 11, κτλ.· φαίνεται δὲ ὅτι οὗτος ἦτο καὶ κομιστὴς ἐπιστολῶν (ἐπιστολιαφόρος), αὐτόθι 6. 2, 25, πρβλ. 1. 1, 23.

Greek Monotonic

ἐπιστολεύς: ἐπιστολέως, ἡ,
I. γραμματέας, επίσης, αγγελιαφόρος, ταχυδρόμος, σε Ξεν.
II. στους Σπαρτιάτες, αντιναύαρχος, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐπιστολεύς, έως,
I. secretary: also a courier, Xen.
II. among the Spartans, a vice-admiral, Xen. [from ἐπιστολή