κατακάρδιος: Difference between revisions
From LSJ
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katakardios | |Transliteration C=katakardios | ||
|Beta Code=kataka/rdios | |Beta Code=kataka/rdios | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[in]] or | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[in]] or [[to the heart]], πληγαί <span class="bibl">Hdn.7.11.3</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:05, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A in or to the heart, πληγαί Hdn.7.11.3.
German (Pape)
[Seite 1352] gegen das Herz, in's Herz; πληγή Hdn. 7, 11, 6; βάλλειν κατακάρδια Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατακάρδιος: -ον, ὁ ἐν τῇ καρδίᾳ ἢ πρὸς αὐτήν, πληγῆ Ἠρῳδιαν. 7. 11, 6· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., κατακάρδια βάλλειν, καιρίαν πληγήν, κατάκαρδα Μανασσ. Χρον. 4389.
Greek Monolingual
κατακάρδιος, -ον (AM)
αυτός που βρίσκεται στην καρδιά («κατακάρδιος πληγή»)
μσν.
1. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κατακάρδια
εγκάρδια
2. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ κατακάρδιον
κλάδος της μουριάς στραμμένος προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατά καρδίαν].