ναυκραρία: Difference between revisions
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ναυκρᾱρία''': ἡ, τὸ δωδέκατον [[μέρος]] φυλῆς, «ἐκ δὲ τῆς φυλῆς ἑκάστης ἦσαν νενεμημέναι τριττύες μὲν [[τρεῖς]], ναυκραρίαι δὲ [[δώδεκα]] καθ’ ἑκάστην, ἐπὶ δὲ τῶν ναυκραριῶν ἀρχὴ καθεστηκυῖα ναύκραροι, τεταγμένοι [[πρός]] τε τὰς εἰσφορὰς καὶ τὰς δαπάνας τὰς γιγνομένας» Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 10. 17, ἔκδ. Blass, Ἀποσπ. 349, Κλειτόδημ. 8, | |lstext='''ναυκρᾱρία''': ἡ, τὸ δωδέκατον [[μέρος]] φυλῆς, «ἐκ δὲ τῆς φυλῆς ἑκάστης ἦσαν νενεμημέναι τριττύες μὲν [[τρεῖς]], ναυκραρίαι δὲ [[δώδεκα]] καθ’ ἑκάστην, ἐπὶ δὲ τῶν ναυκραριῶν ἀρχὴ καθεστηκυῖα ναύκραροι, τεταγμένοι [[πρός]] τε τὰς εἰσφορὰς καὶ τὰς δαπάνας τὰς γιγνομένας» Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 10. 17, ἔκδ. Blass, Ἀποσπ. 349, Κλειτόδημ. 8, Πολυδ. Η΄, 108. | ||
}} | }} | ||
==Spanish== | ==Spanish== |
Revision as of 20:40, 7 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A naucrary (v. ναύκραρος), Arist.Ath.8.3, Clidem.8, Phot.
German (Pape)
[Seite 231] ἡ, die Gemeinschaft athenischer Bürger, an deren Spitze ein ναύκραρος stand, den späteren συμμορίαι entsprechend, Poll. 8, 108 u. Phot., nach denen zwölf auf eine Phyle gehen; Poll. sagt ν. ἑκάστη δύο ἱππέας παρεῖχε καὶ ναῦν μίαν, ἀφ' ἧς ὠνόμασται. Vgl. Böckh Staatshaush. I, 275 ff., Herm. griech. Staatsalterth. § 99, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ναυκρᾱρία: ἡ, τὸ δωδέκατον μέρος φυλῆς, «ἐκ δὲ τῆς φυλῆς ἑκάστης ἦσαν νενεμημέναι τριττύες μὲν τρεῖς, ναυκραρίαι δὲ δώδεκα καθ’ ἑκάστην, ἐπὶ δὲ τῶν ναυκραριῶν ἀρχὴ καθεστηκυῖα ναύκραροι, τεταγμένοι πρός τε τὰς εἰσφορὰς καὶ τὰς δαπάνας τὰς γιγνομένας» Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 10. 17, ἔκδ. Blass, Ἀποσπ. 349, Κλειτόδημ. 8, Πολυδ. Η΄, 108.
Spanish
naucraría
Greek Monolingual
ναυκραρία, ἡ (Α) ναύκραρος
(στην αρχ. Αθήνα) το δωδέκατο μέρος καθεμιάς από τις φυλές της Αττικής.
Russian (Dvoretsky)
ναυκρᾱρία: ἡ навкрария (каждое из 48 подразделений гражданского населения Афин, по 12 от каждой из 4 древнейших фил, обязанное поставлять государству по одному кораблю - триреме - и по два всадника; Клисфен довел их число до 50, по 5 от каждой из 10 фил) Arst.