σφαιρωτήρ: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sfairotir | |Transliteration C=sfairotir | ||
|Beta Code=sfairwth/r | |Beta Code=sfairwth/r | ||
|Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[thong]], [[latchet]], PLond.2.402v.22(ii B.C.), Hsch.; cf. [[σφυρωτήρ]]. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">a ball</b> to ornament pillars, [[knop]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Ex.</span>25.30(31)</span>: pl., as heraldic device, <span class="title">Tab.Heracl.</span>1.184.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 23:25, 29 June 2020
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A thong, latchet, PLond.2.402v.22(ii B.C.), Hsch.; cf. σφυρωτήρ. II a ball to ornament pillars, knop, LXX Ex.25.30(31): pl., as heraldic device, Tab.Heracl.1.184.
Greek (Liddell-Scott)
σφαιρωτήρ: ὁ, ἱμὰς ἐκ δέρματος, λωρίον, ἐπειδὴ ἐκόπτετο ἐκ δέρματος κυκλοτερῶς, «τὸ λωρίον τοῦ ὑποδήματος» (Φωτ.), Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 184, Ἑβδ. (Γεν. ΙΔ΄, 23, ἀλλ’ ἐν τῷ Βατικ. κώδικι σφυρωτῆρος). ΙΙ. σφαῖρα ὡς κόσμημα κίονος, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ΄, 31).
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, ΜΑ
δερμάτινο λουρί υποδήματος
αρχ.
σφαιροειδές κουμπί από χρυσό το οποίο χρησιμοποιούσαν για διακόσμηση ή ως οικόσημο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαιρῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. γανω-τήρ)].