διασιλλαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διασιλλαίνω''': [[χλευάζω]], [[σκώπτω]], Λουκ. Λεξιφ. 24· ― οὕτω διασιλλόω, Δίων Κ. 59. 25· ἀλλ’ ἀναφέρεται ὡς ἀπαντῶν παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, Α. Β. 36, [[Πολυδ]]. Θ΄, 148.
|lstext='''διασιλλαίνω''': [[χλευάζω]], [[σκώπτω]], Λουκ. Λεξιφ. 24· ― οὕτω διασιλλόω, Δίων Κ. 59. 25· ἀλλ’ ἀναφέρεται ὡς ἀπαντῶν παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, Α. Β. 36, Πολυδ. Θ΄, 148.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασιλλαίνω Medium diacritics: διασιλλαίνω Low diacritics: διασιλλαίνω Capitals: ΔΙΑΣΙΛΛΑΙΝΩ
Transliteration A: diasillaínō Transliteration B: diasillainō Transliteration C: diasillaino Beta Code: diasillai/nw

English (LSJ)

   A mock, jeer at, c. acc., Luc.Lex.24; πράγματα καὶ δόγματα Iamb.Protr.21.λά; τινὰ ἐπί τινι Alciphr.3.62.

German (Pape)

[Seite 601] verhöhnen, Luc. Lexiph. 24 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διασιλλαίνω: χλευάζω, σκώπτω, Λουκ. Λεξιφ. 24· ― οὕτω διασιλλόω, Δίων Κ. 59. 25· ἀλλ’ ἀναφέρεται ὡς ἀπαντῶν παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, Α. Β. 36, Πολυδ. Θ΄, 148.

French (Bailly abrégé)

impf. διεσίλλαινον;
se moquer de, railler, acc..
Étymologie: διά, σιλλαίνω.

Spanish (DGE)

1 mofarse, burlarse de τὰ τῶν ἄλλων Luc.Lex.24, αὐτόν Amel.Ep. en Porph.Plot.17, με Alciphr.3.26.1, πράγματα καὶ δόγματα Iambl.Protr.21, cf. Eun.VS 491.
2 estar disgustado Phot.δ 438.

Russian (Dvoretsky)

διασιλλαίνω: насмехаться, высмеивать (τὰ τῶν ἀλλήλων Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διασιλλαίνω [διά, σιλλαίνω: bespotten] (de hele tijd) bespotten.