διαγραμμίζω: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαγραμμίζω''': διαιρῶ διὰ γραμμῶν· [[ἐντεῦθεν]], [[παίζω]] τοὺς πεσοὺς (τὴν «δάμα»), Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 115· καὶ διαγραμμισμός, ὁ, [[παιγνίδιον]] ὁμοιάζον πρὸς τὸ τῶν πεσσῶν, | |lstext='''διαγραμμίζω''': διαιρῶ διὰ γραμμῶν· [[ἐντεῦθεν]], [[παίζω]] τοὺς πεσοὺς (τὴν «δάμα»), Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 115· καὶ διαγραμμισμός, ὁ, [[παιγνίδιον]] ὁμοιάζον πρὸς τὸ τῶν πεσσῶν, Πολυδ. Θ΄, 99, ἴδε Ernest. Clav. Ciceron ἐν λ. scriptorum duodecim. ludus. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 20:20, 7 July 2020
English (LSJ)
A divide by lines: hence, play at chequers, Philem. 209.
Greek (Liddell-Scott)
διαγραμμίζω: διαιρῶ διὰ γραμμῶν· ἐντεῦθεν, παίζω τοὺς πεσοὺς (τὴν «δάμα»), Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 115· καὶ διαγραμμισμός, ὁ, παιγνίδιον ὁμοιάζον πρὸς τὸ τῶν πεσσῶν, Πολυδ. Θ΄, 99, ἴδε Ernest. Clav. Ciceron ἐν λ. scriptorum duodecim. ludus.
Spanish (DGE)
dividir mediante líneas, de aquí jugar a las damas o un juego semejante μεθύει, διαγραμμίζει, κυβεύει Philem.175, cf. Moer.290 (cj.), Poll.9.99, Eust.634.1.
Greek Monolingual
(AM διαγραμμίζω)
διαιρώ με γραμμές, χαρακώνω
αρχ.
παίζω πεσσούς, ντάμα.