λόγχιμος: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=logchimos
|Transliteration C=logchimos
|Beta Code=lo/gximos
|Beta Code=lo/gximos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of a spear</b>, <b class="b3">κλόνοι λ</b>. the clash [[of spears]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>404</span> (lyr.).</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of a spear]], <b class="b3">κλόνοι λ</b>. the clash [[of spears]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>404</span> (lyr.).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:45, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λόγχῐμος Medium diacritics: λόγχιμος Low diacritics: λόγχιμος Capitals: ΛΟΓΧΙΜΟΣ
Transliteration A: lónchimos Transliteration B: lonchimos Transliteration C: logchimos Beta Code: lo/gximos

English (LSJ)

ον,

   A of a spear, κλόνοι λ. the clash of spears, A.Ag.404 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

λόγχῐμος: -ον, ἀνήκων εἰς λόγχην, κλόνοι λ., ἡ κλαγγή, ὁ κρότος τῶν λογχῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 405.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de lance.
Étymologie: λόγχη.

Greek Monolingual

λόγχιμος,-ον (Α) λόγχη
αυτός που ανήκει σε λόγχη ή προέρχεται από λόγχη («κλόνους λογχίμους» — κρότους που προέρχονται από λόγχες, Αισχύλ.).

Greek Monotonic

λόγχῐμος: -ον (λόγχη), αυτός που ανήκει σε λόγχη, κλόνοι λόγχιμοι, κρότος από σύγκρουση δοράτων μεταξύ τους, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λόγχῐμος: копейный, копьеносный: κλόνοι λογχιμοι Aesch. битвы копьеносцев.

Middle Liddell

λόγχῐμος, ον λόγχη
of a spear, κλόνοι λ. the clash of spears, Aesch.