κρουσιμετρέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρουσιμετρέω''': ἐξαπατῶ ἐν τῷ μέτρῳ τοῦ σίτου μετρῶν ἐλλιπῶς ἀνασείων καὶ κρούων τὸ [[μέτρον]], ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν οἱ μετροῦντες σῖτον διὰ τοῦ κοιλοῦ, Ἡσύχ., [[Πολυδ]]. Δ΄, 169· πρβλ. [[κρούω]] 7, [[παρακρουσιχοίνικος]].
|lstext='''κρουσιμετρέω''': ἐξαπατῶ ἐν τῷ μέτρῳ τοῦ σίτου μετρῶν ἐλλιπῶς ἀνασείων καὶ κρούων τὸ [[μέτρον]], ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν οἱ μετροῦντες σῖτον διὰ τοῦ κοιλοῦ, Ἡσύχ., Πολυδ. Δ΄, 169· πρβλ. [[κρούω]] 7, [[παρακρουσιχοίνικος]].
}}
}}

Revision as of 20:35, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρουσιμετρέω Medium diacritics: κρουσιμετρέω Low diacritics: κρουσιμετρέω Capitals: ΚΡΟΥΣΙΜΕΤΡΕΩ
Transliteration A: krousimetréō Transliteration B: krousimetreō Transliteration C: krousimetreo Beta Code: krousimetre/w

English (LSJ)

   A cheat in measuring corn, by striking off too much from the top of the measure, Hsch., Poll.4.169.

German (Pape)

[Seite 1514] beim Messen des Getreides durch Anschlagen u. Rütteln des Maaßes betrügen, von Hesych. ἐλλιπῶς μετρεῖν καὶ ἐνδεῶς erkl.; vgl. Theophr. char. 15 u. παρακρούομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κρουσιμετρέω: ἐξαπατῶ ἐν τῷ μέτρῳ τοῦ σίτου μετρῶν ἐλλιπῶς ἀνασείων καὶ κρούων τὸ μέτρον, ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν οἱ μετροῦντες σῖτον διὰ τοῦ κοιλοῦ, Ἡσύχ., Πολυδ. Δ΄, 169· πρβλ. κρούω 7, παρακρουσιχοίνικος.