κωμαστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωμαστικός]], -ή, -όν (Α) [[κωμάζω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον [[κώμο]] («κωμαστική [[ὄρχησις]]», <b>[[Πολυδ]].</b>).
|mltxt=[[κωμαστικός]], -ή, -όν (Α) [[κωμάζω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον [[κώμο]] («κωμαστική [[ὄρχησις]]», <b>Πολυδ.</b>).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κωμαστικός -ή -όν [κωμάζω] feest-:. χορὸς κωμαστικός feestkoor Thphr. Char. 6.3 (conject.).
|elnltext=κωμαστικός -ή -όν [κωμάζω] feest-:. χορὸς κωμαστικός feestkoor Thphr. Char. 6.3 (conject.).
}}
}}

Revision as of 20:35, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμαστικός Medium diacritics: κωμαστικός Low diacritics: κωμαστικός Capitals: ΚΩΜΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kōmastikós Transliteration B: kōmastikos Transliteration C: komastikos Beta Code: kwmastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or fit for a κῶμος, ᾠδή Ael.NA9.13; μέλη D.H.19.8, cf. Ph.1.372. Adv. -κῶς Ael.VH13.1.

German (Pape)

[Seite 1544] den κωμαστής betreffend, jubelnd u. schwärmend, Sp.; ἑορτή Eust.; ὄρχησις Poll. 4, 99; ᾠδή Ael. H. A. 9, 13. – Adv. κωμαστικῶς, nach Art der Schwärmer, Ael. H. A. 13, 1.

Greek (Liddell-Scott)

κωμαστικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κῶμον, ᾠδὴ Αἰλ. π. Ζ. 9. 13· μέλος Φίλων 1. 372. Ἐπίρρ. -κῶς, Αἰλ. π. Ζ. 1. 31.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de fête.
Étymologie: κωμάζω.

Greek Monolingual

κωμαστικός, -ή, -όν (Α) κωμάζω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κώμο («κωμαστική ὄρχησις», Πολυδ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωμαστικός -ή -όν [κωμάζω] feest-:. χορὸς κωμαστικός feestkoor Thphr. Char. 6.3 (conject.).