παρασχοινίζω: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρασχοινίζω''': ἀποφράττω διὰ σχοινίου, παρεσχοίνισται ἡ ὁδὸς Στράβ. 710· - παρασχοίνισμα, τό, [[σχοινίον]] ἐκτεινόμενον πλησίον ἢ κατὰ [[μῆκος]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 160.
|lstext='''παρασχοινίζω''': ἀποφράττω διὰ σχοινίου, παρεσχοίνισται ἡ ὁδὸς Στράβ. 710· - παρασχοίνισμα, τό, [[σχοινίον]] ἐκτεινόμενον πλησίον ἢ κατὰ [[μῆκος]], Πολυδ. Ζ΄, 160.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[φράζω]] [[κάτι]] με τεντωμένο [[σχοινί]] («παρεσχοίνισται ἡ [[ὁδός]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σχοινί]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίζω</i>].
|mltxt=Α<br />[[φράζω]] [[κάτι]] με τεντωμένο [[σχοινί]] («παρεσχοίνισται ἡ [[ὁδός]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σχοινί]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίζω</i>].
}}
}}

Revision as of 20:45, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασχοινίζω Medium diacritics: παρασχοινίζω Low diacritics: παρασχοινίζω Capitals: ΠΑΡΑΣΧΟΙΝΙΖΩ
Transliteration A: paraschoinízō Transliteration B: paraschoinizō Transliteration C: paraschoinizo Beta Code: parasxoini/zw

English (LSJ)

   A fence off with lines, παρεσχοίνισται ἡ ὁδός Str.15.1.55.

German (Pape)

[Seite 501] durch ein daneben od. davor gezogenes Seil ausmessen, Strab. XV, 710.

Greek (Liddell-Scott)

παρασχοινίζω: ἀποφράττω διὰ σχοινίου, παρεσχοίνισται ἡ ὁδὸς Στράβ. 710· - παρασχοίνισμα, τό, σχοινίον ἐκτεινόμενον πλησίον ἢ κατὰ μῆκος, Πολυδ. Ζ΄, 160.

Greek Monolingual

Α
φράζω κάτι με τεντωμένο σχοινί («παρεσχοίνισται ἡ ὁδός», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + σχοινί + κατάλ. -ίζω].