Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φλεβοτόμος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=flevotomos
|Transliteration C=flevotomos
|Beta Code=flebo/tomos
|Beta Code=flebo/tomos
|Definition=(parox.), ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[opening veins]]: <b class="b3">φλεβοτόμον</b> (sc. <b class="b3">σμιλίον</b>), τό, [[lancet]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Ind.</span>29</span>, Cael.Aur.<span class="title">CP</span>2.19, <span class="bibl">Steph. <span class="title">in Int.</span>17.19</span>, etc.</span>
|Definition=(parox.), ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[opening veins]]: [[φλεβοτόμον]] (sc. [[σμιλίον]]), τό, [[lancet]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Ind.</span>29</span>, Cael.Aur.<span class="title">CP</span>2.19, <span class="bibl">Steph. <span class="title">in Int.</span>17.19</span>, etc.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:50, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεβοτόμος Medium diacritics: φλεβοτόμος Low diacritics: φλεβοτόμος Capitals: ΦΛΕΒΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: phlebotómos Transliteration B: phlebotomos Transliteration C: flevotomos Beta Code: flebo/tomos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A opening veins: φλεβοτόμον (sc. σμιλίον), τό, lancet, Luc.Ind.29, Cael.Aur.CP2.19, Steph. in Int.17.19, etc.

German (Pape)

[Seite 1290] die Ader zerschneidend, öffnend, zur Ader lassend; τὸ φλεβοτόμον, sc. σμιλίον, ein Messerchen, die Adern zu öffnen, eine Lanzette, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φλεβοτόμος: -ον, ὁ τέμνων ἢ ἀνοίγων φλέβας, φλεβοτόμον (ἐξυπακ. σμίλιον), τό, μαχαιρίδιον πρὸς φλεβοτομίαν, «νυστέρι», Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 29, Cael, Aurel., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coupe les veines ; τὸ φλεβοτόμον lancette.
Étymologie: φλέψ, τέμνω.

Greek Monolingual

-ο / φλεβοτόμος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που τέμνει φλέβες
2. το ουδ. ως ουσ. το φλεβοτόμο
χειρουργικό εργαλείο με το οποίο διενεργείται η φλεβοτομία
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο φλεβοτόμος
ζωολ. γένος νηματόκερων διπτέρων εντόμων, τυπικό της οικογένειας φλεβοτομίδες, στην οποία ανήκουν οι σκνίπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. ὑλο-τόμος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. phlebotomus].