νωτεύς: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νωτεύς''': έως, ὁ, [[νωτοφόρος]] [[ἡμίονος]], [[Πολυδ]]. Β΄, 180· «[[νωτεύς]]· οἱ ἀχθοφορικοὶ ἡμίονοι» Ἡσύχ., οἱ δὲ ἕλκοντες [[ἄχθος]] καὶ ὄντες ὑπὸ ζυγὸν ἐκαλοῦντο ζύγιοι, [[αὐτόθι]].
|lstext='''νωτεύς''': έως, ὁ, [[νωτοφόρος]] [[ἡμίονος]], Πολυδ. Β΄, 180· «[[νωτεύς]]· οἱ ἀχθοφορικοὶ ἡμίονοι» Ἡσύχ., οἱ δὲ ἕλκοντες [[ἄχθος]] καὶ ὄντες ὑπὸ ζυγὸν ἐκαλοῦντο ζύγιοι, [[αὐτόθι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νωτεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />[[αχθοφόρος]] [[ημίονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῶτον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ιππ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=[[νωτεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />[[αχθοφόρος]] [[ημίονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῶτον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ιππ</i>-<i>εύς</i>)].
}}
}}

Revision as of 20:55, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωτεύς Medium diacritics: νωτεύς Low diacritics: νωτεύς Capitals: ΝΩΤΕΥΣ
Transliteration A: nōteús Transliteration B: nōteus Transliteration C: noteys Beta Code: nwteu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A beast of burden, Poll.2.180, Hsch.

German (Pape)

[Seite 273] ὁ, der auf dem Rücken Tragende, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

νωτεύς: έως, ὁ, νωτοφόρος ἡμίονος, Πολυδ. Β΄, 180· «νωτεύς· οἱ ἀχθοφορικοὶ ἡμίονοι» Ἡσύχ., οἱ δὲ ἕλκοντες ἄχθος καὶ ὄντες ὑπὸ ζυγὸν ἐκαλοῦντο ζύγιοι, αὐτόθι.

Greek Monolingual

νωτεύς, -έως, ὁ (Α)
αχθοφόρος ημίονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππ-εύς)].