σωματηγός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=somatigos | |Transliteration C=somatigos | ||
|Beta Code=swmathgo/s | |Beta Code=swmathgo/s | ||
|Definition=όν, (ἄγω) <span class="sense" | |Definition=όν, (ἄγω) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[carrying a body]], i.e. [[used for riding]], σ. ἡμίονος Suid. s.v. [[ἀστράβη]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:25, 12 December 2020
English (LSJ)
όν, (ἄγω) A carrying a body, i.e. used for riding, σ. ἡμίονος Suid. s.v. ἀστράβη.
German (Pape)
[Seite 1060] 1) eine Masse, ein Corps anführend (?). – 2) Massen, Lasten tragend, ἡμίονος, E. M. u. Suid. v. ἀστράβη.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτηγός: -όν, (ἄγω) ὁ φέρων, σηκώνων σῶμα, χρησιμεύων πρὸς ἱππασίαν, σ. ἡμίονος Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀστράβη.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Μ
φρ. «σωματηγὸς ήμίονος» — μουλάρι που χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο ως μεταφορικό μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. στρατ-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].