φιλοσκωμμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοσκωμμοσύνη''': ἡ, [[ἀγάπη]] πρὸς τὰ σκώμματα, ἢ τοὺς ἀστεϊσμούς, [[Πολυδ]]. Ε΄, 161.
|lstext='''φῐλοσκωμμοσύνη''': ἡ, [[ἀγάπη]] πρὸς τὰ σκώμματα, ἢ τοὺς ἀστεϊσμούς, Πολυδ. Ε΄, 161.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φιλοσκώμμων]], -<i>ονος</i>]<br />η [[αγάπη]] [[προς]] τα σκώμματα, η σκωπτική [[διάθεση]].
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φιλοσκώμμων]], -<i>ονος</i>]<br />η [[αγάπη]] [[προς]] τα σκώμματα, η σκωπτική [[διάθεση]].
}}
}}

Revision as of 21:10, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοσκωμμοσύνη Medium diacritics: φιλοσκωμμοσύνη Low diacritics: φιλοσκωμμοσύνη Capitals: ΦΙΛΟΣΚΩΜΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: philoskōmmosýnē Transliteration B: philoskōmmosynē Transliteration C: filoskommosyni Beta Code: filoskwmmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A fondness for scoffing or jesting, Poll.5.161.

German (Pape)

[Seite 1285] ἡ, Neigung, Hang zum Spotten, Poll. 5, 161.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοσκωμμοσύνη: ἡ, ἀγάπη πρὸς τὰ σκώμματα, ἢ τοὺς ἀστεϊσμούς, Πολυδ. Ε΄, 161.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλοσκώμμων, -ονος]
η αγάπη προς τα σκώμματα, η σκωπτική διάθεση.