ἀμπελοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμπελοφόρος''': -ον, ὁ φέρων, ὁ ἔχων ἀμπέλους, | |lstext='''ἀμπελοφόρος''': -ον, ὁ φέρων, ὁ ἔχων ἀμπέλους, Πολυδ. 1. 228. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 21:25, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,
A bearing vines, Thphr.CP2.4.4, PTeb.82, Poll. 1.228.
German (Pape)
[Seite 129] weintragend, γῆ, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελοφόρος: -ον, ὁ φέρων, ὁ ἔχων ἀμπέλους, Πολυδ. 1. 228.
Spanish (DGE)
-ον
apto para el cultivo de viñas σπιλάς Thphr.CP 2.4.4, (γῆ) (tierra) que produce viñas, PTeb.82.10 (II a.C.).
Greek Monolingual
-ο (Α ἀμπελοφόρος, -ον)
(για τόπους) ο κατάλληλος για αμπελοφυτείες, αυτός στον οποίο ευδοκιμεί η άμπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + -φόρος < φέρω.