ἁμιλλητήριος: Difference between revisions
ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁμιλλητήριος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ἀγῶνα, [[ἀγωνιστικός]], | |lstext='''ἁμιλλητήριος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ἀγῶνα, [[ἀγωνιστικός]], Πολυδ. 1. 181· τὸ ἁμιλλητήριον, «[[τόπος]] ἐν ᾧ ἁμιλλῶντα», Σουΐδ. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 21:20, 7 July 2020
English (LSJ)
α, ον,
A of contest, ἵππος Philostr.VA 2.11, Gym.26; ἅρμα Aristid.Or.37(2).15; ἀγῶνες Men.Prot.p.1 D.:— τὸ ἁ. place of contest, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμιλλητήριος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ἀγῶνα, ἀγωνιστικός, Πολυδ. 1. 181· τὸ ἁμιλλητήριον, «τόπος ἐν ᾧ ἁμιλλῶντα», Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-α, -ον
I 1de carrera, de competición, ἅρμα Aristid.Or.37.15, ἵππος Philostr.Gym.26, VA 2.11, Poll.1.181, τῶν ἵππων ἀγῶνες Men.Prot.p.1., Hsch.
2 vehemente, agresivo λόγοι Hsch., Phot.p.92R.
II subst. τὸ ἀ.
1 plu. competiciones (quizá musicales) Milet 1(3).133.14 (Mileto V a.C.).
2 sg. estadio, lugar en que se compite Sud.
Greek Monolingual
ἁμιλλητήριος, -α, -ον (AM) ἁμιλλητήρ
αυτός που είναι σχετικός με την άμιλλα ή ρέπει προς την άμιλλα, ο αγωνιστικός
2. φιλόνικος, εριστικός.