πολύκομπος: Difference between revisions
Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύκομπος''': -ον, ὁ πολὺ κομπάζων, μεγαλαυχῶν, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 598Β· ― ὁ [[μεγάλως]] ἠχῶν, αὐλὸς | |lstext='''πολύκομπος''': -ον, ὁ πολὺ κομπάζων, μεγαλαυχῶν, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 598Β· ― ὁ [[μεγάλως]] ἠχῶν, αὐλὸς Πολυδ. Δ΄, 67. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α<br />αυτός που παράγει δυνατό ήχο, που ηχεί [[δυνατά]] («[[πολύκομπος]] [[αὐλός]]», <b> | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α<br />αυτός που παράγει δυνατό ήχο, που ηχεί [[δυνατά]] («[[πολύκομπος]] [[αὐλός]]», <b>Πολυδ.</b>)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] (Ι) «[[ήχος]], [[κρότος]]»].<br /> <b>(II)</b><br />-ον, Μ<br />αυτός που κομπάζει πολύ, αυτός που φέρεται πολύ αλαζονικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμπος]] [Ι] «[[κομπασμός]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ματαιό</i>-<i>κομπος</i>].<br /> <b>(III)</b><br />-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλούς κόμπους, πολλούς ρόζους («με [[τρία]] κουμπούρια εις την μέσην και με βαρείαν μαγκούραν πολύκομπον», Παπαδ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύκομπο</i><br /><b>βοτ.</b> το [[φυτό]] [[πολυκόμπι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] [II] (<b>πρβλ.</b> <i>χιλιό</i>-<i>κομπος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:50, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,
A loud-sounding, αὐλός v.l. in Poll.4.67.
German (Pape)
[Seite 664] viel lärmend, laut tönend, αὐλός, Poll. 4, 67.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκομπος: -ον, ὁ πολὺ κομπάζων, μεγαλαυχῶν, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 598Β· ― ὁ μεγάλως ἠχῶν, αὐλὸς Πολυδ. Δ΄, 67.
Greek Monolingual
(I)
-ον, Α
αυτός που παράγει δυνατό ήχο, που ηχεί δυνατά («πολύκομπος αὐλός», Πολυδ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κόμπος (Ι) «ήχος, κρότος»].
(II)
-ον, Μ
αυτός που κομπάζει πολύ, αυτός που φέρεται πολύ αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κομπος (< κόμπος [Ι] «κομπασμός»), πρβλ. ματαιό-κομπος].
(III)
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει πολλούς κόμπους, πολλούς ρόζους («με τρία κουμπούρια εις την μέσην και με βαρείαν μαγκούραν πολύκομπον», Παπαδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύκομπο
βοτ. το φυτό πολυκόμπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κόμπος [II] (πρβλ. χιλιό-κομπος)].