διαγώγιον: Difference between revisions
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diagogion | |Transliteration C=diagogion | ||
|Beta Code=diagw/gion | |Beta Code=diagw/gion | ||
|Definition=τό, <span class="sense" | |Definition=τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[transit-duty]], [[toll]], <span class="bibl">Plb.4.52.5</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:14, 10 December 2020
English (LSJ)
τό, A transit-duty, toll, Plb.4.52.5.
German (Pape)
[Seite 575] τό, Durchgangszoll, Pol. 4, 52.
Greek (Liddell-Scott)
διᾰγώγιον: τό, ὁ πρὸς διάβασιν φόρος, Πολύβ. 4. 52, 5· ἴδε παραγώγιον.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 derecho de peaje μηδένα πράττειν τὸ διαγώγιον τῶν εἰς τὸν Πόντον πλεόντων no exigirán a nadie derecho de peaje sobre las naves que se dirijan al Ponto Plb.4.52.5.
2 lugar de descanso, An.Par.2.166.
Greek Monolingual
διαγώγιον, το (Α)
όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους για τον χαρακτηρισμό τών διοδίων που έπρεπε να καταβάλλουν στην πόλη του Βυζαντίου τα πλοία που διέρχονταν τον Βόσπορο.
Russian (Dvoretsky)
διαγώγιον: τό пошлина за проезд или провоз, дорожный сбор Polyb.