μετακινητός: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
m (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be") |
(CSV import) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μετακῑνητός, ή, όν [from μετακῑνέω]<br />to be disturbed, Thuc. | |mdlsjtxt=μετακῑνητός, ή, όν [from μετακῑνέω]<br />to be disturbed, Thuc. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[alterable]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 4 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A to be disturbed, ὁμολογία Th.5.21.
Greek (Liddell-Scott)
μετακῑνητός: -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ μετακινήσῃ, νὰ διαταράξῃ ὁμολογία Θουκ. 5. 21.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut ou qu’il faut déplacer ou changer.
Étymologie: adj. verb. de μετακινέω.
Greek Monotonic
μετακῑνητός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί να μετατοπιστεί, να μεταβληθεί, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
μετακινητός: подлежащий изменению (νόμοι Solon ap. Plut.).
Middle Liddell
μετακῑνητός, ή, όν [from μετακῑνέω]
to be disturbed, Thuc.