μύκων: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μύκων''': -ωνος, ὁ, τὸ [[μέρος]] τὸ ὑπὸ τὸν λοβὸν τοῦ [[ὠτός]], [[Πολυδ]]. Β΄, 86.
|lstext='''μύκων''': -ωνος, ὁ, τὸ [[μέρος]] τὸ ὑπὸ τὸν λοβὸν τοῦ [[ὠτός]], Πολυδ. Β΄, 86.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 20:38, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύκων Medium diacritics: μύκων Low diacritics: μύκων Capitals: ΜΥΚΩΝ
Transliteration A: mýkōn Transliteration B: mykōn Transliteration C: mykon Beta Code: mu/kwn

English (LSJ)

σωρός, θημών, Hsch. μυλαβρίς,

   A v. μυλακρίς.

German (Pape)

[Seite 216] ὁ, ein Theil des Ohrs, vielleicht die Ohrhöhle, Poll. 2, 87. – Bei Hesych. ein Haufen Spreu.

Greek (Liddell-Scott)

μύκων: -ωνος, ὁ, τὸ μέρος τὸ ὑπὸ τὸν λοβὸν τοῦ ὠτός, Πολυδ. Β΄, 86.

Greek Monolingual

μύκων, -ωνος, ὁ (Α)
1. το μέρος του αφτιού που βρίσκεται κάτω από τον λοβό, η ρίζα του αφτιού
2. (κατά τον Ησύχ.) «μύκων
σωρός, θημών».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα mūk- «σωρός» και συνδέεται πιθ. με γερμανικές λ., πρβλ. αρχ. ισλδ. mūgi, mūgr «σωρός, όγκος», αγγλοσαξ. mūga «σωρός σιτηρών» και πιθ. με τη λ. Μυκήνη].

Frisk Etymological English

Grammatical information: ?
Meaning: σωρός, θημών H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One connected Germ. words, like OIc. mugi, mugr `heap, multitude, with -k(k)- Bayr. Mauche Auswuchs, Fussgeschwulst der Pfrede, Duch. muik (Pok. 752); is this IE? (or Eur. substrate?). Fur. 373 connects μύκαρις πλῆθος, ἄθροισμα and takes it as Pre-Greek.