κυρσερίδες: Difference between revisions
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyrserides | |Transliteration C=kyrserides | ||
|Beta Code=kurseri/des | |Beta Code=kurseri/des | ||
|Definition=<b class="b3">τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῖα, κυψελίδες</b>, Hsch. κυρσίον· [[μειράκιον]], Id.; cf. [[κυρσάνιος]]. κυρσός, <span class="sense" | |Definition=<b class="b3">τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῖα, κυψελίδες</b>, Hsch. κυρσίον· [[μειράκιον]], Id.; cf. [[κυρσάνιος]]. κυρσός, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[gibberosus]], Gloss.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυρσερίδες]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῑα, κυψελίδες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[κύρτος]] και, [[κατά]] μία [[άποψη]], προήλθε από <i>κυρσέρα</i>, με πιθ. [[επίδραση]] του [[κρησέρα]] «[[κόσκινο]]»]. | |mltxt=[[κυρσερίδες]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῑα, κυψελίδες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[κύρτος]] και, [[κατά]] μία [[άποψη]], προήλθε από <i>κυρσέρα</i>, με πιθ. [[επίδραση]] του [[κρησέρα]] «[[κόσκινο]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:10, 11 December 2020
English (LSJ)
τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῖα, κυψελίδες, Hsch. κυρσίον· μειράκιον, Id.; cf. κυρσάνιος. κυρσός, A gibberosus, Gloss.
Greek Monolingual
κυρσερίδες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῑα, κυψελίδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κύρτος και, κατά μία άποψη, προήλθε από κυρσέρα, με πιθ. επίδραση του κρησέρα «κόσκινο»].