κόρνος: Difference between revisions
From LSJ
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κόρνος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας κορνίδες ή κρανίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Σικελούς) το [[φυτό]] [[κεντρομυρσίνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ως [[σύγχρονος]] επιστημον. όρος [[είναι]] [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=ο (Α [[κόρνος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας κορνίδες ή κρανίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Σικελούς) το [[φυτό]] [[κεντρομυρσίνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ως [[σύγχρονος]] επιστημον. όρος [[είναι]] [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cornus</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cornus</i> / <i>cornum</i>, συγγενές του [[κράνον]]. Το αρχ. ελλ. [[κόρνος]] ίσως [[είναι]] [[δάνειο]] από τη λατ.]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 23 August 2021
English (LSJ)
κεντρομυρσίνη (Sicel), Hsch.
Greek Monolingual
ο (Α κόρνος)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας κορνίδες ή κρανίδες
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) (στους Σικελούς) το φυτό κεντρομυρσίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ως σύγχρονος επιστημον. όρος είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cornus < λατ. cornus / cornum, συγγενές του κράνον. Το αρχ. ελλ. κόρνος ίσως είναι δάνειο από τη λατ.].