στᾶθι: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στᾶθι:''' Δωρ. αντί [[στῆθι]], προστ. αορ. βʹ του [[ἵστημι]].
|lsmtext='''στᾶθι:''' Δωρ. αντί [[στῆθι]], προστ. αορ. βʹ του [[ἵστημι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=στᾶθι Dor. imperat. stamaor. 2 sing van ἵσταμαι, zie ἵστημι.
|elnltext=στᾶθι Dor. imperat. stamaor. 2 sing van ἵσταμαι, zie ἵστημι.
}}
}}

Latest revision as of 09:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾶθι Medium diacritics: στᾶθι Low diacritics: στάθι Capitals: ΣΤΑΘΙ
Transliteration A: stâthi Transliteration B: stathi Transliteration C: stathi Beta Code: sta=qi

English (LSJ)

Dor. for στῆθι, aor. 2 imper. of ἵστημι.

Greek (Liddell-Scott)

στᾶθι: Δωρ. ἀντὶ στῆθι, προστακτ. ἀορ. β΄ τοῦ ἵστημι.

Greek Monotonic

στᾶθι: Δωρ. αντί στῆθι, προστ. αορ. βʹ του ἵστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στᾶθι Dor. imperat. stamaor. 2 sing van ἵσταμαι, zie ἵστημι.