κλεπτίσκος: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλεπτίσκος]], ὁ (Α)<br />(υποκορ. του [[κλέπτης]]) [[κλεφταράκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλέπτης]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i>, | |mltxt=[[κλεπτίσκος]], ὁ (Α)<br />(υποκορ. του [[κλέπτης]]) [[κλεφταράκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλέπτης]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i>, [[πρβλ]]. <i>δικτατορ</i>-<i>ίσκος</i>, [[υπαλληλίσκος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, Dim. of κλέπτης, Eup.420.
German (Pape)
[Seite 1449] ὁ, dim. zu κλέπτης, Eupol. Poll. 8, 34 nach Bekker.
Greek (Liddell-Scott)
κλεπτίσκος: ὁ, ὑποκ. τοῦ κλέπτης, μικρὸς κλέπτης, «κλεφτάκι» Πολυδ. Η΄, 34, ἴδε κλεπτίστατος.
Greek Monolingual
κλεπτίσκος, ὁ (Α)
(υποκορ. του κλέπτης) κλεφταράκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + υποκορ. κατάλ. -ίσκος, πρβλ. δικτατορ-ίσκος, υπαλληλίσκος].