Κάρβας: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Κάρβας]], ὁ (Α)<br />ονομ. του ανατολικού ανέμου, του Εύρου, στην [[Κυρήνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. φοινικικής προελεύσεως, [[συγγενής]] πιθ. με τα [[καρβάν]], [[κάρβανος]].
|mltxt=[[Κάρβας]], ὁ (Α)<br />ονομ. του ανατολικού ανέμου, του Εύρου, στην [[Κυρήνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Δάνεια λ. φοινικικής προελεύσεως, [[συγγενής]] πιθ. με τα [[καρβάν]], [[κάρβανος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Κάρβας:''' ου ὁ карбас (киренское название восточного ветра) Arst.
|elrutext='''Κάρβας:''' ου ὁ карбас (киренское название восточного ветра) Arst.
}}
}}

Revision as of 21:35, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κάρβας Medium diacritics: Κάρβας Low diacritics: Κάρβας Capitals: ΚΑΡΒΑΣ
Transliteration A: Kárbas Transliteration B: Karbas Transliteration C: Karvas Beta Code: *ka/rbas

English (LSJ)

name in Cyrene for the wind Εὖρος, Arist.Vent.973b4 (ἀπὸ τῶν Καρβανῶν τῶν κατὰ φοινίκην): Phoenician word, acc. to Thphr.Vent.62.

Greek Monolingual

Κάρβας, ὁ (Α)
ονομ. του ανατολικού ανέμου, του Εύρου, στην Κυρήνη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Δάνεια λ. φοινικικής προελεύσεως, συγγενής πιθ. με τα καρβάν, κάρβανος.

Russian (Dvoretsky)

Κάρβας: ου ὁ карбас (киренское название восточного ветра) Arst.