Σκίρτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] Σατύρου<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ Σκίρτοι</i><br />οι ακόλουθοι του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] Σατύρου<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ Σκίρτοι</i><br />οι ακόλουθοι του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Από αμάρτυρο προσηγορικό <i>σκίρτος</i> (υποχωρητικά <span style="color: red;"><</span> σκιρτῶ)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 21:40, 29 December 2020
English (LSJ)
ὁ, Leaper, name of a Satyr, AP7.707 (Diosc.), Nonn.D. 14.111; Σκίρτοι, attendants of Dionysus, Corn.ND30.
Greek (Liddell-Scott)
Σκίρτος: ὁ, ὁ Πηδητής, ὄνομα Σατύρου, Ἀνθ. Π. 7. 707, Νόνν.· Σκίρτοι, θεράποντες τοῦ Βάκχου, Κορνούτ. π. Θεῶν Φύσ. 30.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. προσωνυμία Σατύρου
2. στον πληθ. οἱ Σκίρτοι
οι ακόλουθοι του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Από αμάρτυρο προσηγορικό σκίρτος (υποχωρητικά < σκιρτῶ)].
Greek Monotonic
Σκίρτος: ὁ (σκιρτάω), Άλτης, όνομα Σατύρου, σε Ανθ.