μεῖδος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=μεῑδος (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μείδημα]], [[γέλως]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικός [[σχηματισμός]] από <i>μειδιῶ</i>].
|mltxt=μεῖδος (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μείδημα]], [[γέλως]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικός [[σχηματισμός]] από <i>μειδιῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 09:40, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεῖδος Medium diacritics: μεῖδος Low diacritics: μείδος Capitals: ΜΕΙΔΟΣ
Transliteration A: meîdos Transliteration B: meidos Transliteration C: meidos Beta Code: mei=dos

English (LSJ)

γέλως, Hsch.

German (Pape)

[Seite 115] τό, = μείδημα, Hesych.

Greek Monolingual

μεῖδος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μείδημα, γέλως».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από μειδιῶ].