ἀνέγρομαι: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)ne/gromai
|Beta Code=a)ne/gromai
|Definition=late poet. form for [[ἀνεγείρομαι]], formed from the aor. [[ἀνηγρόμην]], <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>2.204</span>, <span class="bibl">Q.S.5.610</span>.
|Definition=late poet. form for [[ἀνεγείρομαι]], formed from the aor. [[ἀνηγρόμην]], <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>2.204</span>, <span class="bibl">Q.S.5.610</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[despertarse]] νυκτὶ δὲ μοῦνον ἀνέγρεται ἠδ' ἀλάληται Opp.<i>H</i>.2.204, νεκρὸς δ' οὔ τι γόοισιν ἀνέγρεται Q.S.5.610, εἰς φῶς πολὺ ... ἀ. Plu.2.764e, cf. 2.75e, Luc.<i>DMar</i>.14.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνέγρομαι''': μεταγεν. ποιητ. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ ἀνεγείρομαι. σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ ἀορ. ἀνηγρόμην, Ὀππ. Ἁλ. 2. 204, Κόϊντ Σμ. 5. 610.
|lstext='''ἀνέγρομαι''': μεταγεν. ποιητ. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ ἀνεγείρομαι. σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ ἀορ. ἀνηγρόμην, Ὀππ. Ἁλ. 2. 204, Κόϊντ Σμ. 5. 610.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[despertarse]] νυκτὶ δὲ μοῦνον ἀνέγρεται ἠδ' ἀλάληται Opp.<i>H</i>.2.204, νεκρὸς δ' οὔ τι γόοισιν ἀνέγρεται Q.S.5.610, εἰς φῶς πολὺ ... ἀ. Plu.2.764e, cf. 2.75e, Luc.<i>DMar</i>.14.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνέγρομαι]] (AM)<br />ανεγείρομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>έγρομαι</i>, [[υστερογενής]] ενεστώτας του [[εγείρω]]].
|mltxt=[[ἀνέγρομαι]] (AM)<br />ανεγείρομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>έγρομαι</i>, [[υστερογενής]] ενεστώτας του [[εγείρω]]].
}}
}}

Revision as of 13:01, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέγρομαι Medium diacritics: ἀνέγρομαι Low diacritics: ανέγρομαι Capitals: ΑΝΕΓΡΟΜΑΙ
Transliteration A: anégromai Transliteration B: anegromai Transliteration C: anegromai Beta Code: a)ne/gromai

English (LSJ)

late poet. form for ἀνεγείρομαι, formed from the aor. ἀνηγρόμην, Opp.H.2.204, Q.S.5.610.

Spanish (DGE)

despertarse νυκτὶ δὲ μοῦνον ἀνέγρεται ἠδ' ἀλάληται Opp.H.2.204, νεκρὸς δ' οὔ τι γόοισιν ἀνέγρεται Q.S.5.610, εἰς φῶς πολὺ ... ἀ. Plu.2.764e, cf. 2.75e, Luc.DMar.14.2.

German (Pape)

[Seite 220] erwachen, praes., Opp. Hal. 2, 204; Qu. Sm. 5, 610.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέγρομαι: μεταγεν. ποιητ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἀνεγείρομαι. σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ ἀορ. ἀνηγρόμην, Ὀππ. Ἁλ. 2. 204, Κόϊντ Σμ. 5. 610.

Greek Monolingual

ἀνέγρομαι (AM)
ανεγείρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + έγρομαι, υστερογενής ενεστώτας του εγείρω].