ἱερακάριος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱερακάριος]], ὁ (ΑΜ)<br />ο [[γερακάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. <span style="color: red;"><</span> [[ιέραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[άριος]], <i>το</i> οποίο έχει εισαχθεί από τη Λατινική ( | |mltxt=[[ἱερακάριος]], ὁ (ΑΜ)<br />ο [[γερακάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. <span style="color: red;"><</span> [[ιέραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[άριος]], <i>το</i> οποίο έχει εισαχθεί από τη Λατινική ([[πρβλ]]. <i>βερεδ</i>-[[άριος]], <i>υποθηκ</i>-[[άριος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:20, 23 August 2021
English (LSJ)
[ῐε], ὁ,= ἱερακοτρόφος, Cat.Cod.Astr.8(4).217.
Greek Monolingual
ἱερακάριος, ὁ (ΑΜ)
ο γερακάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. < ιέραξ, -ακος + επίθημα -άριος, το οποίο έχει εισαχθεί από τη Λατινική (πρβλ. βερεδ-άριος, υποθηκ-άριος)].