σκύτη: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skyti | |Transliteration C=skyti | ||
|Beta Code=sku/th | |Beta Code=sku/th | ||
|Definition=[[κεφαλή]], Hsch.; also σκύτα· <b class="b3">τὸν τράχηλον, Σικελοί</b>, Id.; freq. in Hp. acc. to Psell. ap. <span class="bibl">Zonar.1</span> p.cxviii.<span class="bibl">8</span> Tittm.; cited fr. Hp. by Erot. and expld. as <span class="sense" | |Definition=[[κεφαλή]], Hsch.; also σκύτα· <b class="b3">τὸν τράχηλον, Σικελοί</b>, Id.; freq. in Hp. acc. to Psell. ap. <span class="bibl">Zonar.1</span> p.cxviii.<span class="bibl">8</span> Tittm.; cited fr. Hp. by Erot. and expld. as <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[part of the neck]] or [[spinal marrow]] or [[scalp]], citing <span class="bibl">Archil.122</span>; <b class="b3">τὰ σκύταλα</b> (leg. [[σκύτα]]) <b class="b3">... ὅ ἐστι τοὺς τραχήλους</b>, Sch. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1283</span> (ascribed to Epich. (<span class="bibl">173a</span>) by Kaibel <span class="title">CGF</span>p.vii).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:35, 11 December 2020
English (LSJ)
κεφαλή, Hsch.; also σκύτα· τὸν τράχηλον, Σικελοί, Id.; freq. in Hp. acc. to Psell. ap. Zonar.1 p.cxviii.8 Tittm.; cited fr. Hp. by Erot. and expld. as A part of the neck or spinal marrow or scalp, citing Archil.122; τὰ σκύταλα (leg. σκύτα) ... ὅ ἐστι τοὺς τραχήλους, Sch. Ar.Av.1283 (ascribed to Epich. (173a) by Kaibel CGFp.vii).
German (Pape)
[Seite 908] dor. σκύτα, ἡ, der Kopf, Archil. frg. 99.
Greek (Liddell-Scott)
σκύτη: Δωρ. σκύτα, ἡ, = κεφαλή, Ἡσύχ., πρβλ. Βoisson. Ἀνεκδ. 1.239· - παρ’ Ἀρχιλ. 109 φέρεται σκύταν (Bgk. σκύτην), ὅπερ ἑρμηνεύει ὁ Ἐρωτιαν. ὡς σημαῖνον μέρος τοῦ τραχήλου, ἢ τὸ ἐπὶ τοῦ κρανίου τριχοφόρον δέρμα, ἢ τὸν νωτιαῖον μυελόν· ὁ Ἡσύχ. ὁμοίως ἔχει «σκύτα· τὸν τράχηλον, Σικελοί»· καὶ παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1283, «τὰ σκύταλα (σκύτα;) .., ὅ ἐστι τοὺς τραχήλους».
Greek Monolingual
και δωρ. τ. σκύτα, ἡ, Α
1. το κεφάλι
2. (κατά τον Ερωτιαν. και τον Ησύχ.) τράχηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σκύτη, σκῦτον και πιθ. σκύτος είναι εκφραστικοί σχηματισμοί της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, αβέβαιης ετυμολ. Η ποικιλία τών μορφών και η σύγχυση τών σημ. γεννά δυσχέρειες. Κατά μία άποψη, οι τ. αποτελούν παράλληλους σχηματισμούς με το λιθουαν. διαλ. skutna «ξυρισμένο, φαλακρό κεφάλι». Πιθανή, τέλος, φαίνεται η σύνδεσή τους με τη λ. σκυτάλη].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: κεφαλή; σκύτα τὸν τράχηλον. Σικελοί H. (Epich.?; s. Kaibel CGF p. V); unclear Archil. 122 (in Erot., where diff. expl.); Hp.; uncertain σκύταλα id. (Sch. Ar. Av. 1283).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: To σκυτάλη ?; cf. Lit. dial. skutnà planed place, bald crown, baldhead. Details in Bechtel Dial. 2, 287. -- Furnée 359, 362 compares κοτ(τ)ίς, (προ)-κόττα head and σκύτα τὸν τράχηλον. Σικελοί H. and concludes to a Pre-Greek word.
Frisk Etymology German
σκύτη: {skútē}
Meaning: κεφαλή; σκύτα· τὸν τράχηλον. Σικελοί H. (Epich.?; s. Kaibel CGF p. V); unklar Archil. 122 (bei Erot., wo mehrere Erkl.); Hp.; unsicher σκύταλα ib. (Sch. Ar. Av. 1283).
Etymology : Zum σκυτάλη ?; vgl. lit. dial. skutnà abgeschabte Stelle, Glatze, Kahlkopf. Einzelheiten bei Bechtel Dial. 2, 287.
Page 2,744