δυσμάσητος: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
m (Text replacement - "<b class="b3">μᾰ], ον</b>" to "μᾰ], ον")
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσμάσητος]], -ον)<br />αυτός που μασιέται δύσκολα.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσμάσητος]], -ον)<br />αυτός που μασιέται δύσκολα.
}}
{{pape
|ptext=[[schwer zu kauen]], Galen.
}}
}}

Revision as of 09:09, 17 November 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμάσητος Medium diacritics: δυσμάσητος Low diacritics: δυσμάσητος Capitals: ΔΥΣΜΑΣΗΤΟΣ
Transliteration A: dysmásētos Transliteration B: dysmasētos Transliteration C: dysmasitos Beta Code: dusma/shtos

English (LSJ)

[μᾰ], ον,

   A hard to chew, Gal. 16.760.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμάσητος: -ον, δυσκόλως μασώμενος, κρέας Γαλην. 8, 782.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de masticar τὰ κρέα τὰ τοῖς σκληροῖς ... καὶ δυσμασήτοις ἐναντίως διακείμενα Gal.16.760.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσμάσητος, -ον)
αυτός που μασιέται δύσκολα.

German (Pape)

schwer zu kauen, Galen.