κωμομισθωτής: Difference between revisions
From LSJ
τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=komomisthotis | |Transliteration C=komomisthotis | ||
|Beta Code=kwmomisqwth/s | |Beta Code=kwmomisqwth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"> | |Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[official of a]] κώμη [[who leases out land]], PTeb.183 (ii B.C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κωμομισθωτής]], ὁ (Α)<br />[[υπάλληλος]] που ήταν [[εντεταλμένος]] για την [[εκμίσθωση]] κτημάτων της κώμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώμη]] <span style="color: red;">+</span> -[[μισθωτής]] (<i>μισθοῦμαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιματιο</i>-[[μισθωτής]], <i>υπο</i>-[[μισθωτής]]. | |mltxt=[[κωμομισθωτής]], ὁ (Α)<br />[[υπάλληλος]] που ήταν [[εντεταλμένος]] για την [[εκμίσθωση]] κτημάτων της κώμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώμη]] <span style="color: red;">+</span> -[[μισθωτής]] (<i>μισθοῦμαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιματιο</i>-[[μισθωτής]], <i>υπο</i>-[[μισθωτής]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 30 December 2020
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A official of a κώμη who leases out land, PTeb.183 (ii B.C.).
Greek Monolingual
κωμομισθωτής, ὁ (Α)
υπάλληλος που ήταν εντεταλμένος για την εκμίσθωση κτημάτων της κώμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + -μισθωτής (μισθοῦμαι), πρβλ. ιματιο-μισθωτής, υπο-μισθωτής.