κωμομισθωτής

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμομισθωτής Medium diacritics: κωμομισθωτής Low diacritics: κωμομισθωτής Capitals: ΚΩΜΟΜΙΣΘΩΤΗΣ
Transliteration A: kōmomisthōtḗs Transliteration B: kōmomisthōtēs Transliteration C: komomisthotis Beta Code: kwmomisqwth/s

English (LSJ)

κωμομισθωτοῦ, ὁ, official of a κώμη who leases out land, PTeb.183 (ii B.C.).

Greek Monolingual

κωμομισθωτής, ὁ (Α)
υπάλληλος που ήταν εντεταλμένος για την εκμίσθωση κτημάτων της κώμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + -μισθωτής (μισθοῦμαι), πρβλ. ιματιομισθωτής, υπομισθωτής.