μεγάλωμα: Difference between revisions

From LSJ

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=megaloma
|Transliteration C=megaloma
|Beta Code=mega/lwma
|Beta Code=mega/lwma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[might]], ῥάβδος μεγαλώματος <span class="bibl">LXX <span class="title">Je.</span>31(48).17</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[might]], ῥάβδος μεγαλώματος <span class="bibl">LXX <span class="title">Je.</span>31(48).17</span>.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[μεγάλωμα]]) [[μεγαλώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[μεγαλώνω]], [[μεγέθυνση]], [[αύξηση]] («το [[μεγάλωμα]] του σπιτιού»)<br /><b>2.</b> [[ανατροφή]] («[[μετά]] τον θάνατο της μητέρας, η [[γιαγιά]] ανέλαβε το [[μεγάλωμα]] τών παιδιών»)<br /><b>3.</b> [[ενηλικίωση]]<br /><b>4.</b> [[μεγαλοποίηση]], [[υπερβολή]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ισχύς]], η [[δύναμη]] («[[ῥάβδος]] μεγαλώματος», ΠΔ).
|mltxt=το (Α [[μεγάλωμα]]) [[μεγαλώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[μεγαλώνω]], [[μεγέθυνση]], [[αύξηση]] («το [[μεγάλωμα]] του σπιτιού»)<br /><b>2.</b> [[ανατροφή]] («[[μετά]] τον θάνατο της μητέρας, η [[γιαγιά]] ανέλαβε το [[μεγάλωμα]] τών παιδιών»)<br /><b>3.</b> [[ενηλικίωση]]<br /><b>4.</b> [[μεγαλοποίηση]], [[υπερβολή]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ισχύς]], η [[δύναμη]] («[[ῥάβδος]] μεγαλώματος», ΠΔ).
}}
}}

Revision as of 14:50, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλωμα Medium diacritics: μεγάλωμα Low diacritics: μεγάλωμα Capitals: ΜΕΓΑΛΩΜΑ
Transliteration A: megálōma Transliteration B: megalōma Transliteration C: megaloma Beta Code: mega/lwma

English (LSJ)

ατος, τό, A might, ῥάβδος μεγαλώματος LXX Je.31(48).17.

Greek Monolingual

το (Α μεγάλωμα) μεγαλώνω
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεγαλώνω, μεγέθυνση, αύξηση («το μεγάλωμα του σπιτιού»)
2. ανατροφήμετά τον θάνατο της μητέρας, η γιαγιά ανέλαβε το μεγάλωμα τών παιδιών»)
3. ενηλικίωση
4. μεγαλοποίηση, υπερβολή
αρχ.
η ισχύς, η δύναμηῥάβδος μεγαλώματος», ΠΔ).