μολυβδοχόος: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=molyvdochoos
|Transliteration C=molyvdochoos
|Beta Code=molubdoxo/os
|Beta Code=molubdoxo/os
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[lead-smelter]], Gloss. (μολιβδ-).</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[lead-smelter]], Gloss. (μολιβδ-).</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μολυβδοχόος]] και [[μολιβδοχόος]])<br />αυτός που τήκει μόλυβδο και τον χύνει σε ρευστή [[κατάσταση]] σε καλούπια για [[κατασκευή]] διαφόρων αντικειμένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[χόος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i> «[[χύνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οινο</i>-[[χόος]], <i>χρυσο</i>-[[χόος]].
|mltxt=ο (Α [[μολυβδοχόος]] και [[μολιβδοχόος]])<br />αυτός που τήκει μόλυβδο και τον χύνει σε ρευστή [[κατάσταση]] σε καλούπια για [[κατασκευή]] διαφόρων αντικειμένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[χόος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i> «[[χύνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οινο</i>-[[χόος]], <i>χρυσο</i>-[[χόος]].
}}
}}

Revision as of 15:35, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολυβδοχόος Medium diacritics: μολυβδοχόος Low diacritics: μολυβδοχόος Capitals: ΜΟΛΥΒΔΟΧΟΟΣ
Transliteration A: molybdochóos Transliteration B: molybdochoos Transliteration C: molyvdochoos Beta Code: molubdoxo/os

English (LSJ)

ὁ, A lead-smelter, Gloss. (μολιβδ-).

Greek Monolingual

ο (Α μολυβδοχόος και μολιβδοχόος)
αυτός που τήκει μόλυβδο και τον χύνει σε ρευστή κατάσταση σε καλούπια για κατασκευή διαφόρων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -χόος (< χέω «χύνω»), πρβλ. οινο-χόος, χρυσο-χόος.