πεντακοσιόδραχμος: Difference between revisions
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pentakosiodrachmos | |Transliteration C=pentakosiodrachmos | ||
|Beta Code=pentakosio/draxmos | |Beta Code=pentakosio/draxmos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[consisting of]] <span class="bibl">500</span> δραχμαί, ἔρανος <span class="title">SIG</span> 1215.6 (Myconos).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:45, 30 December 2020
English (LSJ)
ον, A consisting of 500 δραχμαί, ἔρανος SIG 1215.6 (Myconos).
Greek (Liddell-Scott)
πεντακοσιόδραχμος: ἔρανος, Ἐπιγρ. Μυκόνου, Ἀθην. τ. Β΄, σ. 235.
Greek Monolingual
-η, -ο / πεντακοσιόδραχμος, -ον, ΝΑ
αυτός που αποτελείται από 500 δραχμές
νεοελλ.
1. αυτός που αξίζει πεντακόσιες δραχμές
2. το ουδ. ως ουσ. το πεντακοσιόδραχμο
χαρτονόμισμα αξίας πεντακοσίων δραχμών, πεντακοσάρικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντακόσιοι, -αι, -α + -δραχμος (< δραχμή), πρβλ. δί-δραχμος].