πολύκομπος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polykompos
|Transliteration C=polykompos
|Beta Code=polu/kompos
|Beta Code=polu/kompos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[loud-sounding]], [[αὐλός]] v.l. in <span class="bibl">Poll.4.67</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[loud-sounding]], [[αὐλός]] v.l. in <span class="bibl">Poll.4.67</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:10, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκομπος Medium diacritics: πολύκομπος Low diacritics: πολύκομπος Capitals: ΠΟΛΥΚΟΜΠΟΣ
Transliteration A: polýkompos Transliteration B: polykompos Transliteration C: polykompos Beta Code: polu/kompos

English (LSJ)

ον, A loud-sounding, αὐλός v.l. in Poll.4.67.

German (Pape)

[Seite 664] viel lärmend, laut tönend, αὐλός, Poll. 4, 67.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκομπος: -ον, ὁ πολὺ κομπάζων, μεγαλαυχῶν, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 598Β· ― ὁ μεγάλως ἠχῶν, αὐλὸς Πολυδ. Δ΄, 67.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α
αυτός που παράγει δυνατό ήχο, που ηχεί δυνατάπολύκομπος αὐλός», Πολυδ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κόμπος (Ι) «ήχος, κρότος»].
(II)
-ον, Μ
αυτός που κομπάζει πολύ, αυτός που φέρεται πολύ αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κομπος (< κόμπος [Ι] «κομπασμός»), πρβλ. ματαιό-κομπος].
(III)
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει πολλούς κόμπους, πολλούς ρόζους («με τρία κουμπούρια εις την μέσην και με βαρείαν μαγκούραν πολύκομπον», Παπαδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύκομπο
βοτ. το φυτό πολυκόμπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κόμπος [II] (πρβλ. χιλιό-κομπος)].