τετράσημος: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetrasimos
|Transliteration C=tetrasimos
|Beta Code=tetra/shmos
|Beta Code=tetra/shmos
|Definition=ον, in Music, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of four time-units</b>, Aristid. Quint.1.16; πούς <span class="bibl">Heph.6.1</span>, cf. Quint.<span class="title">Inst.</span>9.4.51; [[ἐπιπλοκή]] Sch. Heph.p.110 C.</span>
|Definition=ον, in Music, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">of four time-units</b>, Aristid. Quint.1.16; πούς <span class="bibl">Heph.6.1</span>, cf. Quint.<span class="title">Inst.</span>9.4.51; [[ἐπιπλοκή]] Sch. Heph.p.110 C.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:45, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράσημος Medium diacritics: τετράσημος Low diacritics: τετράσημος Capitals: ΤΕΤΡΑΣΗΜΟΣ
Transliteration A: tetrásēmos Transliteration B: tetrasēmos Transliteration C: tetrasimos Beta Code: tetra/shmos

English (LSJ)

ον, in Music, A of four time-units, Aristid. Quint.1.16; πούς Heph.6.1, cf. Quint.Inst.9.4.51; ἐπιπλοκή Sch. Heph.p.110 C.

German (Pape)

[Seite 1099] von oder mit vier Zeichen, Längen in der Metrik, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

τετράσημος: [ᾰ], -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων σημείων· ἐν τῇ μουσικῇ, ὁ ἐκ τεσσάρων εἰδῶν χρόνου, Ἀριστείδ. Κόϊντ. σ. 35, 37, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. σ. 163, 4, Osann Anal. Cr. σ. 76, Auctar. Lex. σ. 157.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράσημος, -ον, ΝΑ
(μετρ.) αυτός που αποτελείται από τέσσερεις πρώτους χρόνους ή τέσσερα σημεία
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο τετράσημος
μετρικός πόδας που αποτελείται από τέσσερα σημεία, δηλαδή βραχείες συλλαβές, χωρισμένες ή ενωμένες σε μακρές, όπως π.χ. ο πους -υυ, αλλ. τετράχρονος
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράσημο
μουσ. το τετραμερές μέτρο ή ο τετραμερής ρυθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -σημος (< σῆμα), πρβλ. δί-σημος].