ῥωποπερπερήθρα: Difference between revisions
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ropoperperithra | |Transliteration C=ropoperperithra | ||
|Beta Code=r(wpoperperh/qra | |Beta Code=r(wpoperperh/qra | ||
|Definition=ἡ, (πέρπερος) <span class="sense"> | |Definition=ἡ, (πέρπερος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[empty braggart talk]], <span class="bibl">Com.Adesp.294</span> (restored fr. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dem.</span>9</span>).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:04, 1 January 2021
English (LSJ)
ἡ, (πέρπερος) A empty braggart talk, Com.Adesp.294 (restored fr. Plu.Dem.9).
Greek (Liddell-Scott)
ῥωποπερπερήθρα: ἡ, (πέρπερος) χυδαία καὶ ποταπὴ φλυαρία, ἀπῆλθ’ ἔχων Δημοσθένους τὴν ῥωποπερπερήθραν Διογ. Λ. 2. 108 (ὡς διωρθώθη ὑπὸ Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 4. 618), ἀντὶ ῥωποστωμυλήθρα, ἐκ τοῦ Πλουτ. Δημ. 9· «ῥωποπερπερήθρα τις προσερρήθη ἐπὶ χυδαιότητι καὶ φλυαρίᾳ σκωπτόμενος» Εὐστ. 927, 56· «εἰς ῥωποπερπερήθραν σκώπτεσθαι» ὁ αὐτ. ἐν Πονηματ. 106, 95, 224, 70.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
langue de commère, càd bavard, qui parle à tort et à travers.
Étymologie: ῥῶπος, πέρπερος.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
χυδαία και ανόητη φλυαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά, ευτελή αντικείμενα» + πέρπερος «λογάς» + επίθημα -ήθρα (πρβλ. κολυμβ-ήθρα)].
Russian (Dvoretsky)
ῥωποπερπερήθρα: ἡ, v. l. ῥωπο-περπερήθρας, ου ὁ болтун, пустомеля Plut., Diog. L.