ὀξυθύμια: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
m (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oksythymia | |Transliteration C=oksythymia | ||
|Beta Code=o)cuqu/mia | |Beta Code=o)cuqu/mia | ||
|Definition=τά, <span class="sense"> | |Definition=τά, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">refuse deposited at cross-roads near the statues of Hecate</b>, <b class="b3">ὃν χρῆν ἔν τε ταῖς τριόδοις κἀν τοῖς ὀξυθυμίοις προστρόπαιον τῆς πόλεως κάεσθαι τετριγότα</b> should have been burned among the [[refuse]], <span class="bibl">Eup.120</span> ; περὶ οὗ πολλῷ ἂν δικαιότερον ἐν τοῖς ὀ. ἡ στήλη σταθείη ἢ ἐν τοῖς ἡμετέροις ἱεροῖς <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Fr.</span>79</span> ; τῶν ὀ. ἀτιμότερος <span class="bibl">Poll.5.163</span>, cf. <span class="bibl">2.231</span> ; = [[Ἑκαταῖα]] ''ΙΙ'', Did. ap. Harp., cf. Phot., Suid. ; or perh. [[gallows]] (so Aristarch.), <b class="b3">τίς γὰρ ἂν ἀντὶ ῥαφανῖδος ὀξυθύμι' εἰσορῶν ἔλθοι πρὸς ἡμᾶς</b>; prob. in <span class="title">Com.Adesp.</span>400 ; cf. [[ἑκάτη]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:40, 1 January 2021
English (LSJ)
τά, A refuse deposited at cross-roads near the statues of Hecate, ὃν χρῆν ἔν τε ταῖς τριόδοις κἀν τοῖς ὀξυθυμίοις προστρόπαιον τῆς πόλεως κάεσθαι τετριγότα should have been burned among the refuse, Eup.120 ; περὶ οὗ πολλῷ ἂν δικαιότερον ἐν τοῖς ὀ. ἡ στήλη σταθείη ἢ ἐν τοῖς ἡμετέροις ἱεροῖς Hyp.Fr.79 ; τῶν ὀ. ἀτιμότερος Poll.5.163, cf. 2.231 ; = Ἑκαταῖα ΙΙ, Did. ap. Harp., cf. Phot., Suid. ; or perh. gallows (so Aristarch.), τίς γὰρ ἂν ἀντὶ ῥαφανῖδος ὀξυθύμι' εἰσορῶν ἔλθοι πρὸς ἡμᾶς; prob. in Com.Adesp.400 ; cf. ἑκάτη.
German (Pape)
[Seite 352] τά, Plätze auf den Kreuzwegen neben den Bildsäulen der Hekate, wohin man die Reste von den Reinigungs- u. Sühnopfern brachte, um sie zu verbrennen, weil man sich hierzu des Reisigs von wildem Thymian bediente, θύμος; Harpocr. führt aus Hyperid. an: περὶ οὗ πολλῷ ἂν δικαιότερον ἐν τοῖς ὀξυθυμίοις ἡ στήλη σταθείη ἢ ἐν τοῖς ἡμετέροις ἱεροῖς, mit anderen Erklärungen, u. aus Eupolis : ὃ χρῆν ἔν τε ταῖς τριόδοις, κἂν τοῖς ὀξυθυμίοις προστρόπαιον τῆς πόλεως κάεσθαι; Phot. erkl. τὰ ἀποκαθάρματα τῶν μυσαρῶν, οἱ δὲ τὰ ἀγχονιμαῖα ξύλα.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠθύμια: τά, τόποι ἐν τριόδοις παρὰ τὰ ἀγάλματα τῆς Ἑκάτης, ἔνθα ἐκαίοντο τὰ καθάρσια λεγόμενα, ἤτοι τὰ λείψανα τῶν ἁγνιστικῶν καὶ ἐξιλαστικῶν θυσιῶν· ἐκλήθησαν δὲ οὕτω διότι τὸ πῦρ ἀνήπτετο διὰ κλαδίσκων τοῦ φυτοῦ θύμου, οἵτινες εἶχον χρησιμεύει πρὸς δαρμὸν ζῴων, Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 10, Κωμ. Ἀνώνυμ. 174, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ.· πρβλ. Πολυδ. Β΄, 231, Ε΄, 163.