δειροκύπελλον: Difference between revisions
From LSJ
Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δειροκύπελλον''': τό, [[ποτήριον]] | |lstext='''δειροκύπελλον''': τό, [[ποτήριον]] μετὰ μακροῦ λαιμοῦ, Λουκ. Λεξιφ. 7. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:30, 20 April 2021
English (LSJ)
[ῠ], τό, A long-necked cup, Luc.Lex.7.
German (Pape)
[Seite 541] τό, ein langhalsiger Pokal, Luc. Lexiph. 7.
Greek (Liddell-Scott)
δειροκύπελλον: τό, ποτήριον μετὰ μακροῦ λαιμοῦ, Λουκ. Λεξιφ. 7.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vase à long col.
Étymologie: δειρή, κύπελλον.
Spanish (DGE)
-ου, τό
vaso de cuello largo Luc.Lex.7, cf. Sch.ad loc.
Greek Monolingual
δειροκύπελλον, το (Α)
ποτήρι με μακρύ λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δειρή + κύπελλον.
Russian (Dvoretsky)
δειροκύπελλον: τό кубок с длинным горлом Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δειροκύπελλον -ου, τό [δέρη, κύπελλον] (trechtervormige) beker met lange hals.