δειροκύπελλον: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δειροκύπελλον''': τό, [[ποτήριον]] [[μετὰ]] μακροῦ λαιμοῦ, Λουκ. Λεξιφ. 7.
|lstext='''δειροκύπελλον''': τό, [[ποτήριον]] μετὰ μακροῦ λαιμοῦ, Λουκ. Λεξιφ. 7.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:30, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειροκύπελλον Medium diacritics: δειροκύπελλον Low diacritics: δειροκύπελλον Capitals: ΔΕΙΡΟΚΥΠΕΛΛΟΝ
Transliteration A: deirokýpellon Transliteration B: deirokypellon Transliteration C: deirokypellon Beta Code: deiroku/pellon

English (LSJ)

[ῠ], τό, A long-necked cup, Luc.Lex.7.

German (Pape)

[Seite 541] τό, ein langhalsiger Pokal, Luc. Lexiph. 7.

Greek (Liddell-Scott)

δειροκύπελλον: τό, ποτήριον μετὰ μακροῦ λαιμοῦ, Λουκ. Λεξιφ. 7.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase à long col.
Étymologie: δειρή, κύπελλον.

Spanish (DGE)

-ου, τό
vaso de cuello largo Luc.Lex.7, cf. Sch.ad loc.

Greek Monolingual

δειροκύπελλον, το (Α)
ποτήρι με μακρύ λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δειρή + κύπελλον.

Russian (Dvoretsky)

δειροκύπελλον: τό кубок с длинным горлом Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειροκύπελλον -ου, τό [δέρη, κύπελλον] (trechtervormige) beker met lange hals.