αμφίμακρος: Difference between revisions

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η -ο (Α [[ἀμφίμακρος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[μακρός]] και από τις δύο πλευρές<br /><b>2.</b> (στη Μετρική) «ποὺς» [[μακρός]] στην πρώτη και [[τρίτη]] [[συλλαβή]] [π. χ. [[Οιδίπους]] (-υ-)], που έχει την ιδιαίτερη [[ονομασία]] [[Κρητικός]] (αντίθ. [[αμφίβραχυς]])].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μακρός]].
|mltxt=-η -ο (Α [[ἀμφίμακρος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[μακρός]] και από τις δύο πλευρές<br /><b>2.</b> (στη Μετρική) «ποὺς» [[μακρός]] στην πρώτη και [[τρίτη]] [[συλλαβή]] [π. χ. [[Οιδίπους]] (-υ-)], που έχει την ιδιαίτερη [[ονομασία]] [[Κρητικός]] (αντίθ. [[αμφίβραχυς]])].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μακρός]].
}}
{{trml
|trtx====[[amphimacer]]===
Finnish: amfimaker, kretikos; German: [[Amphimacer]]; Greek: [[αμφίμακρος]]; Ancient Greek: [[ἀμφίμακρος]]; English: [[amphimacer]], [[Cretic]], [[cretic]]; Latin: [[amphimacrus]], [[creticus]]; Polish: amfimakr, amfimacer; Romanian: amfimacru
}}
}}

Latest revision as of 09:32, 18 January 2024

Greek Monolingual

-η -ο (Α ἀμφίμακρος, -ον)
1. ο μακρός και από τις δύο πλευρές
2. (στη Μετρική) «ποὺς» μακρός στην πρώτη και τρίτη συλλαβή [π. χ. Οιδίπους (-υ-)], που έχει την ιδιαίτερη ονομασία Κρητικός (αντίθ. αμφίβραχυς)].
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + μακρός.

Translations

amphimacer

Finnish: amfimaker, kretikos; German: Amphimacer; Greek: αμφίμακρος; Ancient Greek: ἀμφίμακρος; English: amphimacer, Cretic, cretic; Latin: amphimacrus, creticus; Polish: amfimakr, amfimacer; Romanian: amfimacru