διαμιμνῄσκομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=diamimnh/&#x007C;skomai
|Beta Code=diamimnh/&#x007C;skomai
|Definition=only pf. Pass. [[διαμέμνημαι]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[keep in memory]], <span class="bibl">X. <span class="title">Mem.</span>1.4.13</span>, <span class="bibl">D.H.4.9</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[make mention of]], <span class="bibl">Ph.1.509</span>, Lyd. <span class="title">Mag.</span>1.7.</span>
|Definition=only pf. Pass. [[διαμέμνημαι]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[keep in memory]], <span class="bibl">X. <span class="title">Mem.</span>1.4.13</span>, <span class="bibl">D.H.4.9</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[make mention of]], <span class="bibl">Ph.1.509</span>, Lyd. <span class="title">Mag.</span>1.7.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [sólo tema de perf.]<br /><b class="num">1</b> [[acordarse]], [[recordar]] c. ac. ὅσα ἂν ἀκούσῃ X.<i>Mem</i>.1.4.13, τὰς εὐεργεσίας D.H.4.9<br /><b class="num">•</b>c. gen. [[tener siempre en la memoria]], [[guardar un constante recuerdo]] τῶν σκωμμάτων [[αὐτοῦ]] D.Chr.32.98, τῆς οἴκαδε ἐπανόδου Ph.1.627, τῶν προστάξεων [[αὐτοῦ]] Ph.1.456, cf. 528.<br /><b class="num">2</b> en escritos [[mencionar]] c. gen. τῆς μὲν οὖν πρώτης (ἐκστάσεως) ἐν ταῖς ... γραφείσαις ἄραις διαμέμνηται Ph.1.509, διαγράφων βασιλείαν τοῦ θρόνου καὶ τραβέας διαμέμνηται Lyd.<i>Mag</i>.1.7.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαμιμνῄσκομαι''': ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ παθ. πρκμ. διαμέμνημαι, διατηρῶ ἐν τῇ μνήμῃ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 13, Διον. Ἁλ. 4. 9.
|lstext='''διαμιμνῄσκομαι''': ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ παθ. πρκμ. διαμέμνημαι, διατηρῶ ἐν τῇ μνήμῃ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 13, Διον. Ἁλ. 4. 9.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [sólo tema de perf.]<br /><b class="num">1</b> [[acordarse]], [[recordar]] c. ac. ὅσα ἂν ἀκούσῃ X.<i>Mem</i>.1.4.13, τὰς εὐεργεσίας D.H.4.9<br /><b class="num">•</b>c. gen. [[tener siempre en la memoria]], [[guardar un constante recuerdo]] τῶν σκωμμάτων [[αὐτοῦ]] D.Chr.32.98, τῆς οἴκαδε ἐπανόδου Ph.1.627, τῶν προστάξεων [[αὐτοῦ]] Ph.1.456, cf. 528.<br /><b class="num">2</b> en escritos [[mencionar]] c. gen. τῆς μὲν οὖν πρώτης (ἐκστάσεως) ἐν ταῖς ... γραφείσαις ἄραις διαμέμνηται Ph.1.509, διαγράφων βασιλείαν τοῦ θρόνου καὶ τραβέας διαμέμνηται Lyd.<i>Mag</i>.1.7.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαμιμνήσκομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θυμάμαι]], [[διατηρώ]] στη [[μνήμη]] μου<br /><b>2.</b> [[μνημονεύω]], [[αναφέρω]].
|mltxt=[[διαμιμνήσκομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θυμάμαι]], [[διατηρώ]] στη [[μνήμη]] μου<br /><b>2.</b> [[μνημονεύω]], [[αναφέρω]].
}}
}}

Revision as of 10:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμιμνῄσκομαι Medium diacritics: διαμιμνῄσκομαι Low diacritics: διαμιμνήσκομαι Capitals: ΔΙΑΜΙΜΝΗΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: diamimnḗiskomai Transliteration B: diamimnēskomai Transliteration C: diamimniskomai Beta Code: diamimnh/|skomai

English (LSJ)

only pf. Pass. διαμέμνημαι, A keep in memory, X. Mem.1.4.13, D.H.4.9. II make mention of, Ph.1.509, Lyd. Mag.1.7.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo tema de perf.]
1 acordarse, recordar c. ac. ὅσα ἂν ἀκούσῃ X.Mem.1.4.13, τὰς εὐεργεσίας D.H.4.9
c. gen. tener siempre en la memoria, guardar un constante recuerdo τῶν σκωμμάτων αὐτοῦ D.Chr.32.98, τῆς οἴκαδε ἐπανόδου Ph.1.627, τῶν προστάξεων αὐτοῦ Ph.1.456, cf. 528.
2 en escritos mencionar c. gen. τῆς μὲν οὖν πρώτης (ἐκστάσεως) ἐν ταῖς ... γραφείσαις ἄραις διαμέμνηται Ph.1.509, διαγράφων βασιλείαν τοῦ θρόνου καὶ τραβέας διαμέμνηται Lyd.Mag.1.7.

Greek (Liddell-Scott)

διαμιμνῄσκομαι: ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ παθ. πρκμ. διαμέμνημαι, διατηρῶ ἐν τῇ μνήμῃ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 13, Διον. Ἁλ. 4. 9.

Greek Monolingual

διαμιμνήσκομαι (Α)
1. θυμάμαι, διατηρώ στη μνήμη μου
2. μνημονεύω, αναφέρω.