διαφυλακτικός: Difference between revisions
Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διαφῠλακτικός:''' предохраняющий, оберегающий, ограждающий ([[ἕξις]] διαφυλακτικὴ λογισμῶν ὀρθῶν Plat.; [[θεός]] Plut.). | |elrutext='''διαφῠλακτικός:''' [[предохраняющий]], [[оберегающий]], [[ограждающий]] ([[ἕξις]] διαφυλακτικὴ λογισμῶν ὀρθῶν Plat.; [[θεός]] Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 10:48, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A fit for preserving, ἕξις Pl.Def.412a, cf. Plu.2.276a; τριχῶν Crito ap.Gal.12.438.
German (Pape)
[Seite 612] bewahrend, erhaltend; τινός, Plat. Defin. 412 a; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
διαφῠλακτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς τὸ διαφυλάττειν, Ὅρ. Πλάτ. 412Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à conserver, gén..
Étymologie: διαφυλάσσω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que guarda, que preserva c. gen. obj. ἀνδρεία· ... ἕξις δ. λογισμῶν ὀρθῶν ἐν κινδύνοις Pl.Def.412a, διαφυλακτικόν ἐστι τοῦ ἱδρῶτος Arist.Pr.867b17, de un tónico δ. τριχῶν Crit.Hist. en Gal.12.438
•que protege de la diosa Hora δ. καὶ φροντιστική Plu.2.276a.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α -ός, -ή, -όν)
ο ικανός ή κατάλληλος για διαφύλαξη.
Russian (Dvoretsky)
διαφῠλακτικός: предохраняющий, оберегающий, ограждающий (ἕξις διαφυλακτικὴ λογισμῶν ὀρθῶν Plat.; θεός Plut.).