δικόρυμβος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δικόρυμβος:''' двувершинный ([[Παρνασσός]] Luc.).
|elrutext='''δικόρυμβος:''' [[двувершинный]] ([[Παρνασσός]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δῐ-[[κόρυμβος]], ον <i>adj</i><br />two-[[pointed]], two-peaked, Luc.
|mdlsjtxt=δῐ-[[κόρυμβος]], ον <i>adj</i><br />two-[[pointed]], two-peaked, Luc.
}}
}}

Revision as of 13:02, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικόρυμβος Medium diacritics: δικόρυμβος Low diacritics: δικόρυμβος Capitals: ΔΙΚΟΡΥΜΒΟΣ
Transliteration A: dikórymbos Transliteration B: dikorymbos Transliteration C: dikorymvos Beta Code: diko/rumbos

English (LSJ)

ον, A twin-peaked, ἕδρανα, of Parnassus, Pae.Delph.4, cf. Luc. Cont.5.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκόρυμβος: -ον, ὁ δύο ἔχων κορύμβους, δύο κορυφάς, Παρνασσὸς Λουκ. Χαρ. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux sommets.
Étymologie: δίς, κόρυμβος.

Spanish (DGE)

(δῐκόρυμβος) -ον
de dos picos ἕδρανα del Parnaso Pae.Delph.4, cf. Luc.Cont.5, Philostr.VA 2.3, de la figura formada por la constelación de las Hiades, Paul.Sil.Soph.849.

Greek Monolingual

δικόρυμβος, -ον (Α)
φρ. «δικόρυμβος Παρνασσός» — με τις δυο κορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κόρυμβος «κορφή βουνού»].

Greek Monotonic

δῐκόρυμβος: -ον, αυτός που έχει δύο άκρες, δύο κορυφές, δίκορφος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δικόρυμβος: двувершинный (Παρνασσός Luc.).

Middle Liddell

δῐ-κόρυμβος, ον adj
two-pointed, two-peaked, Luc.